σκωληκιώ

σκωληκιώ
σκωληκιῶ, -άω, ΝΜΑ
γεμίζω από σκουλήκια, σκουληκιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκώληξ, -ηκος + κατάλ. -ιῶ τών ρ. που δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. ναντ-ιώ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατασκωληκιώ — κατασκωληκιῶ, άω (Μ) είμαι γεμάτος σκουλήκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκωληκιῶ «σκουληκιάζω»] …   Dictionary of Greek

  • σκωληκίαση — η / σκωληκίασις, ιάσεως, ΝΑ [σκωληκιώ] σκουλήκιασμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”